- δειλοῦ
- δειλόομαιto be afraidpres imperat mp 2nd sgδειλόομαιto be afraidimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)δειλόςcowardlymasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… … Dictionary of Greek
οφλισκάνω — ὀφλισκάνω και κατά το λεξ. Σούδα, ὀφλίσκω και, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., ὀφλάνω, ενώ αμφβλ. είναι ο τ. όφλῶ, έω (Α) 1. (για άνθρωπο που καταδικάστηκε σε πληρωμή προστίμου) υποχρεώνομαι να πληρώσω, χρωστώ, οφείλω («πλείστην ζημίαν ὀφλισκάνει»,… … Dictionary of Greek
πονηρός — ή, ό / πονηρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. (με ηθ. σημ.) ο κακός στην εσωτερική του φύση, αυτός που ρέπει προς την απάτη, πανούργος, δόλιος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πονηρός ο διάβολος, ο σατανάς 3. το ουδ. ως ουσ. το πονηρό(ν) πονηρία, κακό 4. φρ. «πονηρά… … Dictionary of Greek
υδροπότης — (hydropotes). Γένος αρτιοδάκτυλων θηλαστικών μηρυκαστικών της οικογένειας των Ελαφιδών. Ανήκει στην ομάδα των ελαφινών της Ασίας και είναι το μόνο που δεν έχει κέρατα (ούτε και το αρσενικό). Περιλαμβάνει ένα μόνον είδος, τον υ. τον άοπλο,… … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek
Σούμαν — (Schumann). Επώνυμο δύο Γερμανών συνθετών. 1. Ρόμπερτ Αλεξάντερ. (Τσβίκαου 1810 Έντενιχ 1856). Σε ηλικία έξι ετών άρχισε να παίρνει μαθήματα μουσικής και γρήγορα έδειξε τόσο βαθιά και πλήρη κλίση προς τη μουσική, ώστε να μπορεί να λεχθεί πως για… … Dictionary of Greek